τσακάω

τσακάω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τσακάω" в других словарях:

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • τσακίζω — και τσακάω τσάκισα, τσακίστηκα, τσακισμένος 1. μτβ., συντρίβω, σπάζω: Τσάκισε τα ξύλα. 2. συμπτύσσω, διπλώνω: Τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα. 3. μτφ., εξασθενώ, εξαντλώ, καταβάλλω: Τον τσάκισαν οι στενοχώριες. 4. αμτβ., εξαντλούμαι καταβάλλομαι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»